- ἀποχετεύοντας
- ἀποχετεύωdraw offpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek